- βαθυπόλεμος
- βᾰθῠπόλεμος1 deep in war
βαθυπολέμου Ἄρεος P. 2.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθυπολέμου Ἄρεος P. 2.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθυπόλεμος — βαθυπόλεμος, ον (Α) (για τον Άρη) αυτός που ασχολείται διαρκώς με τον πόλεμο … Dictionary of Greek
βαθυπολέμου — βαθυπόλεμος plunged deep in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek